- πρωθύστερος
- -η, -ο / πρωθύστερος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που προτάσσεται ενώ θα έπρεπε να επιτάσσεται, που τίθεται πρώτος ενώ θα έπρεπε να έπεται2. φρ. «πρωθύστερο σχήμα» ή απλώς «το πρωθύστερο»(ενν. σχήμα) γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο προτάσσεται ένας όρος ή μια πράξη που χρονικά και λογικά θα έπρεπε να ακολουθεί και να επιτάσσεται (α. «γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν' αλλάξης;», δημ. τραγούδιβ. «οἵ οἱ πρόσθεν ἅμα τράφειν ἠδὲ γένοντο», Ομ. Ιλ.)β) (λογ.) συλλογισμός κατά τον οποίο λαμβάνεται ως αποδεικτικός λόγος μια πρόταση τής οποίας η αλήθεια είναι επακολούθημα τής αποδεικτέας πρότασης.επίρρ...πρωθυστέρως και πρωθύστερα Νμε πρωθύστερο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ὕστερος].
Dictionary of Greek. 2013.